- φορτωτής
- ο, Ν1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα2. αποστολέας φορτίου3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.